ξελέω

ξελέω
1. ανακαλώ όσα είπα, αναιρώ τα λόγια μου
2. φρ. «λέω και ξελέω» — αλλάζω γνώμη, δεν είμαι συνεπής («δεν τόν εμπιστεύομαι, γιατί λέει και ξελέει»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξελέω — ξελέω, (ξείπα, χωρίς υποτακτ.) βλ. πίν. 174 Σημειώσεις: ξελέω : χρησιμοποιείται κυρίως στον ενεστώτα και στον αόριστο οριστικής, σε εκφράσεις όπως λέω και ξελέω, είπα – ξείπα (για κάτι που λέγεται και αναιρείται διαδοχικά) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξελέω — ξ(ε)είπα, αρνούμαι, αναιρώ κάτι που λέω: Λέω και ξελέω, είπα ξείπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”